- ἐσκεμμένη
- σκέπτομαιlookperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποσταθεροποίηση — η η εσκεμμένη και κατευθυνόμενη διατάραξη των συνθηκών πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής κ.λπ. ομαλότητας με αρχικό σκοπό τη δημιουργία αναρχίας και ακυβερνησίας και απώτερο την ανατροπή της υφιστάμενης πολιτειακής τάξης … Dictionary of Greek
εθελόκακος — η, ο (AM ἐθελόκακος, ον) 1. αυτός που θέλει να είναι κακός 2. (για στρατιώτη) ένοχος για εσκεμμένη δειλία … Dictionary of Greek
παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… … Dictionary of Greek
περιπλοκάδα — Αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των Ασκληπιαδιδών, γνωστό και ως περικοκλάδα. Έχει φύλλα αντίθετα και άνθη που εμφανίζονται κατά κύματα. Ο καρπός του είναι λοβός με πολυάριθμα, συνήθως, τριχωτά σπέρματα. Το φυτό αυτό χρησιμοποιείται κυρίως ως… … Dictionary of Greek
προμελέτη — η, Ν 1. προκαταρκτική μελέτη, προσχέδιο («έγινε η προμελέτη για την κατασκευή τής γέφυρας») 2. εσκεμμένη προσχεδίαση ιδίως αξιόποινης πράξης («φόνος εκ προμελέτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + μελέτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
παραπληροφόρηση — η η εσκεμμένη εξαπάτηση με ψευδείς και ανακριβείς πληροφορίες, η σκόπιμη διαστρέβλωση ή απόκρυψη της αλήθειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)